λωβήτωρ

λωβήτωρ
λωβ-ήτωρ, ορος, ,
A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • λωβήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβήτορα — λωβήτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβήτορας — λωβήτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβήτορι — λωβήτωρ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”